- παρασκιά
- η1. φυσ. μερικώς φωτιζόμενη περιοχή που περιβάλλει την σκιά ενός αντικειμένου, αποτελεί προέκτασή της και σχηματίζεται όταν το αδιαφανές αντικείμενο παρεμβάλλεται στις ακτίνες μιας φωτεινής πηγής2. αστρον. η ζώνη που περιβάλλει τον κώνο τής σκιάς ενός σώματος τού ηλιακού μας συστήματος, καθώς αυτό φωτίζεται από τον Ήλιο, και η περιφερειακή ζώνη μιας ηλιακής κηλίδας, που παρουσιάζει νηματική δομή σχεδόν ακτινική.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σκιά. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. penombre και μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.